offensé - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

offensé - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Offence; Offense (disambiguation); Offenses; Offences

offense      
n. insult, offense; affront, injury
offensé      
insulted, offended, hurt by rude or offensive remarks or behavior
se froisser de      
take offence, take offense

Βικιπαίδεια

Offense

Offense or offence may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για offensé
1. D‘aucuns ont réclamé des excuses personnelles car le pape aurait offensé les musulmans.
2. Non pas pour la publication des caricatures, mais pour avoir offensé les musulmans.
3. On peut certes regretter que ces caricatures aient offensé les musulmans, car le respect d$'; aux religions est légitime.
4. Un avocat d‘Izmir s‘était senti offensé par les affirmations contenues dans son dernier livre et avait porté plainte.
5. Cette équipe de tocards opportunistes, conservateurs de ballon, détestée jusque chez elle, dans ce rôle d‘orgueilleux offensé qui lui va si bien.